- καλαμιώνα
- ηκαλαμιώνας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμιώνας, με αναλογικό μεταπλασμό τού γένους (πρβλ. αχυρώνα, η, στρατώνα, η)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
περιστεριώνα — η, Ν τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών, περιστερώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού περιστεριώνας με αλλαγή γένους (πρβλ. καλαμιώνα: καλαμιώνας)] … Dictionary of Greek
καλαμιώνας — ο έκταση γης κατάφυτη από καλάμια: Κρύφτηκε στον καλαμιώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)